- ένταση
- η1. τάση, τέντωμα: Ένταση χορδής.2. μτφ., επαύξηση της δύναμης ή της ενέργειας, δυνάμωμα, φορτσάρισμα: Ένταση της προσοχής.3. (φυσ.), βαθμός δύναμης ή ενέργειας: Ένταση ήχου και φωτός.4. (φυσ.), η ποσότητα του ηλεκτρικού φορτίου που στη μονάδα του χρόνου περνάει από την τομή ηλεκτραγωγού.5. (ψυχ.), «ένταση αισθήματος», ο βαθμός της ζωηρότητας με την οποία γίνεται αντιληπτός από τον άνθρωπο κάποιος εξωτερικός ερεθισμός.6. (μουσ.), η δύναμη με την οποία εκτελείται φθόγγος ή μουσική φράση ή και ολόκληρο κομμάτι, και η οποία ορίζεται με τους ιταλικούς μουσικούς όρους (φόρτε, κρετσέντο, πιάνο, μέτζο κτλ.).7. (αρχιτ.), το μέρος της κολόνας όπου αυτή παρουσιάζει τη μεγαλύτερη κύρτωση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.